ἀκοντιστήρ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A = -ιστής, E.Ph.142. II as Adj., darting, hurtling, τρίαινα Opp.H.5.535: metaph., μαζοὶ ἀ. ἐρώτων Nonn. D.7.264:—also in pass. sense, θύρσος, λᾶας, 24.134, 30.230; ἀκοντιστῆρες μόλυβοι prob. bullets, Keil-Premerstein Dritter Bericht p.89.
German (Pape)
[Seite 77] ῆρος, ὁ, Speerwerfer, λόγχαις Eur. Phoen. 140; auch adj., geschleudert, τρίαινα ἀκ. Opp. Hal. 5, 535; Nonn. D. 95, 995.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοντιστήρ: ῆρος, ὁ, = ἀκοντιστής, Εὐρ. Φοίν. 142. ΙΙ. ὡς ἐπίθετον, ὁ μεθ’ ὁρμῆς ἀκοντιζόμενος, τρίαινα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 535: - μεταφ., ἴαμβος, Χριστοδώρου Ἔκφρ. 359.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui lance un trait, soldat armé d’un javelot.
Étymologie: ἀκοντίζω.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1tirador de jabalina E.Ph.140
•que dispara dardos fig. c. gen. μαζοὶ ἀκοντιστῆρες Ἐρώτων Nonn.D.7.264, ἀ. κεραυνοῦ Nonn.D.34.61.
2 prob. surtidor o caño para beber ἀκοντιστῆρες μόλυβοι δύο IEphesos 3214.16 (rom.).
II adj. arrojadizo τρίαινα Opp.H.5.535, λᾶας Nonn.D.30.230, σίδηρος Nonn.D.22.368.
Greek Monolingual
ἀκοντιστὴρ (-ῆρος), ο (Α)
ο ακοντιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. της λ. ἀκοντιστής].
Greek Monotonic
ἀκοντιστήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.