ἀμφινοέω

From LSJ
Revision as of 18:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφινοέω Medium diacritics: ἀμφινοέω Low diacritics: αμφινοέω Capitals: ΑΜΦΙΝΟΕΩ
Transliteration A: amphinoéō Transliteration B: amphinoeō Transliteration C: amfinoeo Beta Code: a)mfinoe/w

English (LSJ)

   A think both ways, be in doubt, ἀμφινοῶ τόδε, πῶς εἰδὼς ἀντιλογήσω S.Ant.376.

German (Pape)

[Seite 141] von zwei Seiten überlegen, zweifelhaft sein, εἰς δαιμόνιον τέρας, über das Wunderzeichen, Soph. Ant. 372.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφινοέω: ἀπορῶ ἂν πρέπει νὰ πιστεύσω τι, ἐξίσταμαι, εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἐς δαιμόνιον τέρας ἀμφινοῶ τόδε. πῶς εἰδὼς ἀντιλογήσω...; Σοφ. Ἀντ. 376.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être dans le doute, εἴς τι sur qch.
Étymologie: ἀμφί, νοέω.

Spanish (DGE)

estar en suspenso, dudar ἐς δαιμόνιον τέρας ἀμφινοῶ τόδε ante este prodigio divino mi mente queda perpleja S.Ant.376.

Greek Monotonic

ἀμφινοέω: μέλ. -ήσω, σκέφτομαι με δύο τρόπους, βρίσκομαι σε διχογνωμία, σε αμφιβολία, σε Σοφ.