ἀναιδεύομαι
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
A behaveimpudently, Ar.Eq.397 codd., Phld.Rh.1.251S.
German (Pape)
[Seite 189] sich unverschämt betragen, Ar. Equ. 396 u. Sp., vgl. ὑπεραναιδ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιδεύομαι: ἀποθ., φέρομαι ἀναιδῶς, Ἀριστ. Ἱππ. 397, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 66.
French (Bailly abrégé)
se conduire avec impudence.
Étymologie: ἀναιδής.
Spanish (DGE)
ser desvergonzado, comportarse descaradamente πρὸς πᾶν Ar.Eq.397, de una prostituta ἐν προσώπω αὐτῆς Thd.Pr.7.13
•c. inf. tener el descaro de ἔδωκάν μοι πληγὰς πλείους ἀναιδευόμενοι μὴ ἀποδῶναι PRyl.141.19 (I a.C.), cf. Phld.Rh.1.251., Herm.Vis.3.7.5.
Greek Monolingual
ἀναιδεύομαι (Α) ἀναίδεια
συμπεριφέρομαι με αναίδεια, ασχημονώ, αυθαδιάζω.
Greek Monotonic
ἀναιδεύομαι: αποθ., συμπεριφέρομαι ξεδιάντροπα, σε Αριστοφ.