ἀναπεμπάζομαι

From LSJ
Revision as of 18:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπεμπάζομαι Medium diacritics: ἀναπεμπάζομαι Low diacritics: αναπεμπάζομαι Capitals: ΑΝΑΠΕΜΠΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: anapempázomai Transliteration B: anapempazomai Transliteration C: anapempazomai Beta Code: a)napempa/zomai

English (LSJ)

   A count again, count over, Pl.Ly.222e; think over, ponder over, Id.Lg.724b, Plu.2.605a, Ath.6.263b, al.; ἀ. ὅκωσπερ ὄναρ τὴν νοῦσον Aret.CA2.3, etc.:—Act. later in same sense, Lyc.9, 1470, AP11.382.12 (Agath.), Hld.3.5, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπεμπάζομαι: ἀποθ., ὑπολογίζω ἐκ νέου, λογαριάζω, Πλάτ. Λυσ. 222Ε: ἀναλογίζομαι, μελετῶ ἐκ νέου, ἐξετάζω, ὁ αὐτ. Νόμ. 724Β, Ἀθήν. κτλ: - μεταγεν. συγγραφ. συνήθως μεταχειρίζονται τὸ ἐνεργητικὸν ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Λυκόφρ. 9, Ἀνθ. Π. 11. 382, Ἡλιόδ., κτλ.

Spanish (DGE)

I v. med. y ac. o abs. considerar, reflexionar τὰ εἰρημένα ἅπαντα ἀ. Pl.Ly.222e, cf. Lg.724b, Plu.2.605a, Ath.263b
tb. act. ἀναπεμπάζων φρενί πυκνῇ Lyc.9, τὸν ὄνειρον Luc.Gall.5, τοὺς ὕθλους Luc.Philopatr.1, cf. AP 11.382 (Agath.), Hld.3.5.5, Synes.Regn.M.66.1104A
v. med. ἀναπεμπάζεται δὲ ὅκως περ ὄναρ τὴν νοῦσον considera la enfermedad como un sueño Aret.CA 2.3.18.
II 1act. repetir ἀ. λόγον Lyc.1470.
2 med. emitir φθογγήν Apoll.Met.Ps.113.15.
3 ἀναπεμπάζει· ἀναπέμπει Hsch.

Greek Monolingual

ἀναπεμπάζομαι (Α)
υπολογίζω εκ νέου, αναλογίζομαι, μελετώ, εξετάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + πεμπάζομαι «μετρώ στα πέντε δάχτυλα».
ΠΑΡ. μσν. ἀναπεμπασμός.

Greek Monotonic

ἀναπεμπάζομαι: αποθ., καταμετρώ, απαριθμώ ξανά, σε Πλάτ.