Δαυλίς
ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A Daulis, a city of Phocis, Il.2.520, etc.; also name of a festival at Argos, Hsch. (Δαῦλις cod.), etc.: Δαύλιος, ὁ, a Daulian, Hdt.8.35, or Δαυλιεύς, έως, A.Ch.674: Δαυλία (sc. χώρα), ἡ, the country of Daulis, Phocis, S.OT734.
Greek (Liddell-Scott)
Δαυλίς: -ίδος, ἡ, πόλις τῆς Φωκίδος, Ὅμ., κτλ.·- Δαύλιος, ὁ, ἐκ Δαυλίδος, Ἡρόδ. 8. 35· ἢ Δαυλιεύς, έως, Αἰσχύλ. Χο. 674·- Δαυλία (ἐνν. χώρα), ἡ, ἡ χώρα τῆς Δαυλίδος, ἡ Φωκίς, Σοφ. Ο. Τ. 734.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 (χώρα) le territoire ou la ville de Daulis (auj. Daulia) en Phocide;
2 (ὄρνις) l’oiseau de Daulis, càd l’hirondelle (Proknè).
Étymologie: DELG δαυλός.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
I mit. Dáulide
1 ninfa, hija de Cefiso, epón. de la ciudad del mismo n., Paus.10.4.7, St.Byz.
2 αἱ Δαυλίδες las Dáulides n. dado a los pájaros en que fueron convertidas Procne y Filomela, Plu.2.727d, cf. Δαυλιάς, Δαύλιος.
II geog. Dáulide ciu. de Fócide, patria de Tereo, tb. llamada Daulia Il.2.520, Herodor.46, Ephor.93, Str.7.7.1, 9.3.13, Paus.1.41.8, 10.3.1, 4.7, Ptol.Geog.3.14.17, Nonn.D.4.320, 13.128, Dion.Calliph.81, Hsch.
Greek Monotonic
Δαυλίς: -ίδος, ἡ, Δαυλίδα, πόλη της Φωκίδας, σε Όμηρ. κ.λπ.· Δαύλιος, ὁ, κάτοικος της Δαυλίδας, σε Ηρόδ.· Δαυλιεύς, -έως, σε Αισχύλ.· Δαυλία (ενν. χώρα), ἡ, η Φωκίδα, σε Σοφ.