ἐγκαταπίπτω

From LSJ
Revision as of 18:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταπίπτω Medium diacritics: ἐγκαταπίπτω Low diacritics: εγκαταπίπτω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: enkatapíptō Transliteration B: enkatapiptō Transliteration C: egkatapipto Beta Code: e)gkatapi/ptw

English (LSJ)

poet. aor. ἐνικάππεσον,

   A fall or throw oneself upon, λέκτροισιν A.R.3.655; ὅρμῳ AP 9.82 (Antip. Thess.).

German (Pape)

[Seite 706] (s. πίπτω), hineinfallen; ὅρμῳ ἐνικάππεσεν Antp. Th. 82 (IX, 82); in derselben Form Ap. Rh. 3, 655, λέκτροισιν, warf sich darauf nieder.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταπίπτω: ποιητ. ἀόρ. ἐνικάππεσον, πίπτω ἐπάνω, ἢ ῥίπτω ἐμαυτόν ἐπάνω εἴς τι, λέκτροισιν πρηνὴς ἐνικάππεσεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 655, Ἀνθ. Π. 9. 82.

French (Bailly abrégé)

tomber dans ou sur.
Étymologie: ἐν, καταπίπτω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [poét. aor. ἐνικάππεσεν A.R.3.655]
caer dentro o sobre λέκτροισιν A.R.l.c., τοῖς βόθροις Gr.Nyss.Pss.157.9, ἐπιρροαὶ ἐκ τῶν ἄνωθεν καταρρακτῶν τῷ ὑποκειμένῳ ἐγκαταπίπτουσαι Gr.Nyss.Res.284.15.

Greek Monolingual

ἐγκαταπίπτω (AM)
πέφτω μέσα.

Greek Monotonic

ἐγκαταπίπτω: ποιητ. αόρ. βʹ ἐνικάππεσον, πέφτω πάνω, ρίχνω τον εαυτό μου πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Ανθ.