ζαμενέω

From LSJ
Revision as of 18:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζᾰμενέω Medium diacritics: ζαμενέω Low diacritics: ζαμενέω Capitals: ΖΑΜΕΝΕΩ
Transliteration A: zamenéō Transliteration B: zameneō Transliteration C: zameneo Beta Code: zamene/w

English (LSJ)

   A to put forth all one's fury, Hes.Th.928.

German (Pape)

[Seite 1136] (Kraft anstrengen, oder) sehr zürnen, Hes. Th. 928.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰμενέω: σφόδρα ὀργίζομαι ἢ ἐντείνω τὰς δυνάμεις μου, Ἡσ. Θ. 928.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être furieux.
Étymologie: ζαμενής.

Greek Monotonic

ζᾰμενέω: εξαπολύω όλη μου την ισχύ, εντείνω τις δυνάμεις μου ή είμαι παράφορα οργισμένος, σε Ησίοδ.