μετάδρομος
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
ον,
A running after, pursuing, taking vengeance for, μ. πανουργημάτων κύνες S.El.1387 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 146] nachlaufend, verfolgend, mit dem Nebenbegriff der Rache, von den Erinyen, πανουργημάτων μετάδρομοι κύνες, Soph. El. 1379.
Greek (Liddell-Scott)
μετάδρομος: -ον, ὁ τρέχων κατόπιν, καταδιώκων, ἐκδικούμενος διά τι, τιμωρός, πανουργημάτων κ. κύνες Σοφ. Ἠλ. 1387.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui poursuit surtout à propos de chiens de chasse, gén..
Étymologie: μεταδραμεῖν.
Greek Monolingual
μετάδρομος, -ον (ΑM)
1. αυτός που τρέχει πίσω από κάποιον, που καταδιώκει κάποιον
2. αυτός που εκδικείται για κάτι, ο εκδικητής, ο τιμωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δρόμος (πρβλ. διά-δρομος, παρά-δρομος)].
Greek Monotonic
μετάδρομος: -ον, αυτός που καταδιώκει κάποιον, που παίρνει εκδίκηση για κάτι, με γεν., σε Σοφ.