οἴσω
From LSJ
English (LSJ)
A v. φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
f. de φέρω.
English (Autenrieth)
see φέρω.
Greek Monolingual
οἴσω (Α)
μέλλ. του ρ. φέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρηματ. επίθ. οἰστός οδηγεί σε ένα θ. οισ-, άγνωστης ετυμολ., από το οποίο σχηματίζεται ο μέλλ. οἴσω του ρ. φέρω. Το θ. αυτό, που υπάρχει παρλλ. προς το θ. του ενεστ. φέρω και του αορ. ἤνεγκον (βλ. λ. ενεγκείν), έπαψε νωρίς να χρησιμοποιείται].
Greek Monotonic
οἴσω: μέλ. του φέρω.