Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπόπλεος

From LSJ
Revision as of 19:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόπλεος Medium diacritics: ὑπόπλεος Low diacritics: υπόπλεος Capitals: ΥΠΟΠΛΕΟΣ
Transliteration A: hypópleos Transliteration B: hypopleos Transliteration C: ypopleos Beta Code: u(po/pleos

English (LSJ)

ον, Att. ὑποπλέως, ων,

   A full, c. gen., ἔτι . . δείματός εἰμι ὑ. am still afraid, Hdt.7.47; δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑ. Luc.Somn. 4.    2 filled underhand, ἀργυρίων Timocr.1.10.

German (Pape)

[Seite 1229] ziemlich voll, δείματος Her. 7, 47.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόπλεος: -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, ἀρκούντως πλήρης, μετὰ γεν., ἔτι... δείματός εἰμι ὑπ., ἔτι εἶμαι ὀλίγον πεφοβημένος, Ἡρόδ. 7. 47· δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπ. Λουκ. Ἐνύπν. 4. 2) κρυφίως πεπληρωμένος, ἀργυρίων Τιμοκρέων 1. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόπλεως· μεστός, ἔμπλεως», πρβλ. Σουΐδ. καὶ Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
presque plein.
Étymologie: ὑπό, πλέος.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. ὑπόπλεως.

Greek Monotonic

ὑπόπλεος: -ον, Αττ. -πλέως, -ων, ο αρκετά γεμάτος, πλήρης, με γεν., δείματός εἰμι ὑπόπλεος, είμαι κάπως φοβισμένος, τρομοκρατημένος, σε Ηρόδ.