μεταρσιολεσχία

From LSJ
Revision as of 19:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταρσιολεσχία Medium diacritics: μεταρσιολεσχία Low diacritics: μεταρσιολεσχία Capitals: ΜΕΤΑΡΣΙΟΛΕΣΧΙΑ
Transliteration A: metarsioleschía Transliteration B: metarsioleschia Transliteration C: metarsioleschia Beta Code: metarsiolesxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = μετεωρολογία, Plu.Per.5.

German (Pape)

[Seite 153] ἡ, = μετεωρολογία, mit einer verächtlichen Nebenbedeutung des Schwatzens; Plut. Pericl. 5; D. L. 5, 43.

Greek (Liddell-Scott)

μεταρσιολεσχία: ἡ, = μετεωρολογία, Πλουτ. Περικλ. 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bavardage dans les nues, càd sur des questions ardues ou inabordables.
Étymologie: μετάρσιος, λέσχη.

Greek Monolingual

μεταρσιολεσχία, ἡ (Α) μεταρσιολέσχης
η φλυαρία σχετικά με αφηρημένα και ασύλληπτα θέματα.

Greek Monotonic

μεταρσιολεσχία: ἡ (λέσχης), = μετεωρολογία, σε Πλούτ.