πεντηκοντακάρηνος

From LSJ
Revision as of 19:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκοντακάρηνος Medium diacritics: πεντηκοντακάρηνος Low diacritics: πεντηκοντακάρηνος Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: pentēkontakárēnos Transliteration B: pentēkontakarēnos Transliteration C: pentikontakarinos Beta Code: penthkontaka/rhnos

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A fifty-headed, Hes. Th. 312 (-κέφᾱλον (sic) codd.).

German (Pape)

[Seite 558] funfzigköpfig, Hes. Th. 312.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκοντᾰκάρηνος: -ον, ὁ ἔχων 50 κεφαλάς, Ἡσ. Θ. 312.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cinquante têtes.
Étymologie: πεντήκοντα, κάρηνον.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, -ον, Α
αυτός που έχει πενήντα κεφάλια («Ἀΐδεω κύνα... πεντηκοντακάρανον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κάρηνα «κεφάλι» (πρβλ. τρι-κάρηνος)].

Greek Monotonic

πεντηκοντᾰκάρηνος: -ον (κάρηνον), αυτός που έχει πενήντα κεφάλια, σε Ησίοδ.