ψαμμώδης
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ες,
A sandy, Hdt.2.32, Aen.Tact. 8.2: τὰ ψ. sandy sediment in the urine, gravel, Hp.Aph.4.79, Gal. 6.571; called ψ. ὑποστάσεις by Id.17(1).836.
German (Pape)
[Seite 1391] ες, zsgzgn statt ψαμμοειδής, auch = sandig, sandreich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψαμμώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ ψαμμοειδής, ἀμμώδης, Ἡρόδ. 2. 32· ― τὰ ψαμμώδη, ἀμμῶδες καθίζημα τῶν οὔρων, Ἱππ. Ἀφορ. 1252· λέγονται καὶ ψ. ὑποστάσεις παρὰ Γαληνῷ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
plein de sable.
Étymologie: ψάμμος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / ψαμμώδης, -ῶδες, ΝΑ ψάμμος
αμμώδης
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ψαμμώδη
το αμμώδες ίζημα τών ούρων.