συγκαταδιώκω

From LSJ
Revision as of 19:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταδῐώκω Medium diacritics: συγκαταδιώκω Low diacritics: συγκαταδιώκω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΔΙΩΚΩ
Transliteration A: synkatadiṓkō Transliteration B: synkatadiōkō Transliteration C: sygkatadioko Beta Code: sugkatadiw/kw

English (LSJ)

   A pursue with or together, Th.8.28 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 964] zusammen verfolgen, τὰς ναῦς ξυγκαταδιωχθείσας, Thuc. 8, 28.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταδιώκω: καταδιώκω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Θουκ. 8. 28, ἐν τῷ παθ.

French (Bailly abrégé)

poursuivre ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, κατά, διώκω.

Greek Monolingual

Α
καταδιώκω με κάποιον.

Greek Monolingual

Α
καταδιώκω με κάποιον.

Greek Monotonic

συγκαταδιώκω: μέλ. -ξω, καταδιώκω μαζί ή από κοινού, σε Θουκ.