κτιλόω
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
A tame, make tractable, in Med., ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων got them tamed, Hdt.4.113:—Pass., pf. part. ἐκτιλωμένος Paus.Gr.Fr.241.
German (Pape)
[Seite 1520] zahm machen, zähmen, kirren, VLL. – Med. sich befreunden, zu Willen machen, ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων Her. 4, 113.
Greek (Liddell-Scott)
κτῐλόω: ἡμερώνω· ― μέσ., ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων, ἐξημέρωσαν, Ἡρόδ. 4. 113
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. ao. Moy. 3ᵉ pl. ἐκτιλώσαντο;
s’attacher, se concilier, acc..
Étymologie: κτίλος.
Greek Monotonic
κτῐλόω: μέλ. -ώσω, ημερώνω — Μέσ., ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων, τις εξημέρωσε, σε Ηρόδ.