ὁμηγυρίζομαι

From LSJ
Revision as of 19:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμηγῠρίζομαι Medium diacritics: ὁμηγυρίζομαι Low diacritics: ομηγυρίζομαι Capitals: ΟΜΗΓΥΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: homēgyrízomai Transliteration B: homēgyrizomai Transliteration C: omigyrizomai Beta Code: o(mhguri/zomai

English (LSJ)

   A assemble, call together, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν Od.16.376 :—also ὁμηγύρειν· τὸ συνάξαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 330] (für sich) versammeln, Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν, Od. 16, 376; Eust. zur Stelle hat auch das act.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμηγῠρίζομαι: ἀποθ., συναθροίζω, συγκαλῶ, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν, «ἀθροῖσαι, συναγογεῖν» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 376. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὁμηγύρω.

French (Bailly abrégé)

convoquer une assemblée, rassembler.
Étymologie: ὁμήγυρις.

English (Autenrieth)

aor. inf. ὁμηγυρίσασθαι: assemble, convoke, Od. 16.376†.

Greek Monolingual

ὁμηγυρίζομαι (Α) ομήγυρις
συναθροίζω, συγκαλώ, συγκεντρώνω («πρὶν κεῑνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ὁμηγῠρίζομαι: απαρ. αορ. αʹ ὁμηγυρίσασθαι, αποθ., συναθροίζω, συγκαλώ, σε Ομήρ. Οδ.