ἐνιδρόω

From LSJ
Revision as of 19:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνιδρόω Medium diacritics: ἐνιδρόω Low diacritics: ενιδρόω Capitals: ΕΝΙΔΡΟΩ
Transliteration A: enidróō Transliteration B: enidroō Transliteration C: enidroo Beta Code: e)nidro/w

English (LSJ)

   A sweat in, labour hard in, X.Smp.2.18.

German (Pape)

[Seite 844] (s. ἱδρόω), darin schwitzen, sich worin anstrengen, Xen. Symp. 2, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνιδρόω: ἱδρώνω ἔν τινι τόπῳ, Λατ. insudare, ὥσπερ καὶ νῦν τῷδε τῷ παιδὶ ἤρκεσε τόδε τὸ οἴκημα ἐνιδρῶσαι Ξεν. Συμπ. 2. 18· ἱδρώνω ἔν τινι πράγματι, καὶ μεγίστοις ἐνιδρωκότων ἀγῶσι Εὐστ. Πονηματ. 170. 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
suer ou se fatiguer à, τινι.
Étymologie: ἐν, ἱδρόω.

Spanish (DGE)

sudar τῷ παιδὶ ἤρκεσε τόδε τὸ οἴκημα ἐνιδρῶσαι X.Smp.2.18, c. dat. ἐνιδροῦν τῷ φαρμάκῳ Gal.12.422, οἷς (λαχάνοις) ἐνίδρωσε σπείρων Anon. en Rh.1.599, ἀρότροις ἐνιδροῦν Cyr.Al.M.69.361B, μικρόν τι ... ἐνιδρώσας τῇ μάχῃ Eust.428.17.

Greek Monotonic

ἐνιδρόω: μέλ. -ώσω, ιδρώνω μέσα, μοχθώ σε, σε Ξεν.