σφενδάμνινος

From LSJ
Revision as of 19:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφενδάμνῐνος Medium diacritics: σφενδάμνινος Low diacritics: σφενδάμνινος Capitals: ΣΦΕΝΔΑΜΝΙΝΟΣ
Transliteration A: sphendámninos Transliteration B: sphendamninos Transliteration C: sfendamninos Beta Code: sfenda/mninos

English (LSJ)

η, ον,

   A of maple wood, τράπεζαι Cratin.301: metaph. for tough, stout, 'hearts of oak', Ar.Ach.181.

Greek (Liddell-Scott)

σφενδάμνῐνος: -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ ξύλου σφενδάμνου, τράπεζαι τρισκελεῖς σφενδάμνιναι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9˙ μεταφ., ἰσχυρός, δυνατός, τραχύς, σκληρός, πρεσβῦταί τινες... σφενδάμνινοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 181, πρβλ. πρίνινος.

French (Bailly abrégé)

[ῐ] η, ον,
1. de bois d’érable, CRAT. (Com. fr. 2, 177);
2. p. ext., dur solide. résistant, AR. Ach. 181.
Étymologie: σφένδαμνος.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α σφένδαμνος
1. κατασκευασμένος από ξύλο σφενδάμνου
2. μτφ. ισχυρός, δυνατός, τραχύς.

Greek Monotonic

σφενδάμνῐνος: -η, -ον, κατασκευασμένος από ξύλο σφενδάμνου· μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, «σκληρό καρύδι», τραχύς, σκληρός, ισχυρός, σε Αριστοφ.