ὑπέρπτωχος
From LSJ
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
ον,
A exceedingly poor, Arist.Pol.1295b7.
German (Pape)
[Seite 1201] übermäßig arm, Arist. pol. 4, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπτωχος: -ον, ὑπερβαλλόντως πτωχός, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
excessivement ou extrêmement pauvre.
Étymologie: ὑπέρ, πτωχός.