τριακοντάζυγος

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐᾱκοντάζῠγος Medium diacritics: τριακοντάζυγος Low diacritics: τριακοντάζυγος Capitals: ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΖΥΓΟΣ
Transliteration A: triakontázygos Transliteration B: triakontazygos Transliteration C: triakontazygos Beta Code: triakonta/zugos

English (LSJ)

ον,

   A with thirty benches of oars, Ἀργώ Theoc.13.74.

Greek (Liddell-Scott)

τριᾱκοντάζῠγος: -ον, ὁ ἔχων τριάκοντα καθίσματα κωπηλατῶν, Ἀργὼ Θεόκρ. 13. 74, ἔνθα διάφ. γραφ. τριακοντόζυγος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trente bancs de rameurs.
Étymologie: τριάκοντα, ζυγόν.

Greek Monolingual

και τριακοντόζυγος, -ον, Α
αυτός που έχει τριάντα καθίσματα κωπηλατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ζυγός.

Greek Monotonic

τριᾱκοντάζῠγος: -ον, αυτός που έχει τριάντα καθίσματα κωπηλατών, σε Θεόκρ.