ὁμιλητός

From LSJ
Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμῑλητός Medium diacritics: ὁμιλητός Low diacritics: ομιλητός Capitals: ΟΜΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: homilētós Transliteration B: homilētos Transliteration C: omilitos Beta Code: o(milhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A with whom one may converse or consort, οὐχ ὁ. θράσος A.Th.189.    II τὸ ὁ. conversation, social intercourse, Herm.in Phdr.p.183A.

German (Pape)

[Seite 331] mit dem man umgehen, verkehren kann, οὐχ ὁμιλητός, dem man nicht nahen darf, wild, furchtbar, οὐχ ὁμιλητὸν θράσος, Aesch. Spt. 171.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμῑλητός: -ή, -όν, ὁ μεθ' οὗ τις δύναται νὰ ἔλθῃ εἰς ὁμιλίαν, νὰ συναναστραφῇ, οὐχ ὁμ. θράσος Αἰσχύλ. Θήβ. 189.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
avec qui l’on peut lier commerce, sociable.
Étymologie: ὁμιλέω.

Greek Monotonic

ὁμῑλητός: -ή, -όν (ὁμιλέω), αυτός τον οποίο μπορεί να συναναστραφεί κάποιος, οὐχ ὁμιλητός, απρόσιτος, σε Αισχύλ.