κρῖμα

From LSJ
Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source

German (Pape)

[Seite 1509] τό, so ist die Quantität bei Aesch.; Nonn. par. 9, 176 braucht ι kurz, u. so findet sich oft κρίμα geschrieben; die Entscheidung, das Urtheil; οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα Aesch. Suppl. 392, wo ι lang ist; ἐγκαλοῦντες τοῖς κρίμασι ὡς παραβεβραβευμένοις Pol. 24, 1, 12; Sp., wie N. T., auch = Verurtheilung, παρέδωκαν αὐτον εἰς κρῖμα θανάτου Ev. Luc. 24, 20. – Bei den LXX auch = gesetzliche Bestimmung, Gesetz.

Greek (Liddell-Scott)

κρῖμα: τό, (κρίνω) ἀπόφασις, κρίσις, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1046Ε, Πολύβ. 24. 1, 12. Κ. Δ.· ἀπόφασις καταδικαστική, καταδίκη, συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῇ Κ. Δ. 2) ἀντικείμενον κρίσεως, ζήτημα, οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 397· δίκη, Ἑβδ., Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ς΄, 7. ΙΙ. = κρίσις, Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 39, Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 25, κτλ. ῑ κατ’ ἀναλογίαν ὡς παρ’ Αἰσχύλῳ ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Λοβ. Παραλ. 418· ἀλλ’ ὅμως ὁ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 176, 177 ἔχει κρίμα μετὰ ῐ, ὡς φέρεται ἐν Ἀντιγρ. τῆς Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet d’une contestation, contestation, querelle;
2 p. ext. jugement, décision.
Étymologie: κρίνω.

Greek Monotonic

κρῖμα: -ατος, τό (κρίνω),
1. απόφαση, κρίση, σε Καινή Διαθήκη· ποινή, καταδίκη, στον ίδ.
2. ζήτημα προς κρίση, υπόθεση νομική, στο ίδ.