φυτευτήριον

From LSJ
Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτευτήριον Medium diacritics: φυτευτήριον Low diacritics: φυτευτήριον Capitals: ΦΥΤΕΥΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: phyteutḗrion Transliteration B: phyteutērion Transliteration C: fyteftirion Beta Code: futeuth/rion

English (LSJ)

τό,

   A layer, Hp.Nat.Puer.23, X.Oec.19.13, Thphr.HP2.2.4.    II nursery or plantation, IG12.94.33, 22.2493, D.53.15 (all pl.).

German (Pape)

[Seite 1319] τό, eine Pflanze, die von Ausläufern od. aus der Baumschule genommen ist; Xen. Oec. 19, 13; ἐλαιῶν Dem. 53, 15.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτευτήριον: τό, φυτὸν ἀναπτυχθὲν ὡς παραφυάς, ἢ ἐντὸς δενδροκομείου πρὸς μεταφύτευσιν, φυντάνι, Λατ. planta, stolo, viviradix, Ἱππ. 242. 47., 243. 4 καὶ 13, Ξεν. Οἰκ. 19, 13. ΙΙ. δενδροκομεῖον ἢ φυτεία, Δημ. 1251. 23.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
rejeton d’une plante.
Étymologie: φυτεύω.

Greek Monotonic

φῠτευτήριον: τό,
I. φυτό που αναπτύσσεται μέσα σε δενδροκομείο, σε Ξεν.
II. δενδροκομείο ή φυτώριο, σε Δημ.