ἰδεῖν
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
Ep. ἰδέειν, Dor. ἰδέμεν, aor. 2 inf. of ὁράω,
A v. εἴδω.
German (Pape)
[Seite 1235] inf. zu εἶδον, aor. von ὁράω.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἀορ. β΄ εἶδον˙ Ἐπικ. ἰδέειν Ὅμ.˙ Δωρ. ἰδέμεν Πίνδ.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de εἶδον, v. *εἴδω.
Greek Monolingual
ἰδεῑν, τὸ (Μ)
1. βλέμμα, ματιά
2. όψη, εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο απρμφ. αορ. β' του ρ. ορώ με σημ. την αφηρημένη έννοια (πρβλ. το είναι «ύπαρξη»)].