καταβασμός
From LSJ
English (LSJ)
A v. καταβαθμός.
German (Pape)
[Seite 1339] ὁ, = καταβαθμός, Aesch., s. nom. propr.
Greek (Liddell-Scott)
καταβασμός: ὁ, ἴδε καταβαθμός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
la descente, càd la Cataracte (au-dessus d’Éléphantine) en Égypte.
Étymologie: καταβαίνω.
Greek Monolingual
ο
καταβαθμός·.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατα-βι-βασ-μός με συλλαβική ανομοίωση < κατα-βι-βά-ζω].
Greek Monotonic
καταβασμός: ὁ, Αττ. αντί καταβαθμός.