μεσοπόλιος

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

German (Pape)

[Seite 139] dazwischen grau, halbgrau, mit Grau gemischt, Sp. Vgl. μεσαιπόλιος.

Greek (Liddell-Scott)

μεσοπόλιος: -ον, ὁ ὁμαλὸς τύπος τοῦ μεσαιπόλιος (ὃ ἴδε), Αἰσώπ. Μῦθ. 56, ἔκδ. Halmh, ἔνθα νῦν γράφεται μεσαιπόλιος, ἴδε ἔκδ. Κοραῆ σ. 98, μῦθ. 162.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μεσαιπόλιος.

Greek Monolingual

μεσοπόλιος και μεσαιπόλιος, -ον (ΑM)
1. αυτός ο οποίος έχει κατά το ήμισυ λευκές τρίχες, γκριζομάλλης, ψαρομάλλης
2. (κατ' επέκτ.) μεσήλικος, μεσόκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πολιός «γκρίζος, ψαρός» (πρβλ. υπο-πόλιος). Για τον τ. μεσαιπόλιος βλ. μεσ(ο)-].

Greek Monotonic

μεσοπόλιος: -ον, κανονικός τύπος αντί μεσαιπόλιος, σε Αίσωπ.