μεταλήγω

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλήγω Medium diacritics: μεταλήγω Low diacritics: μεταλήγω Capitals: ΜΕΤΑΛΗΓΩ
Transliteration A: metalḗgō Transliteration B: metalēgō Transliteration C: metaligo Beta Code: metalh/gw

English (LSJ)

Ep. μεταλλήγω,

   A leave off, cease from, c. gen., μεταλλήξαντι χόλοιο Il.9.157, cf. h.Cer.339: abs., in Ep. impf. μεταλλήγεσκεν, A.R.3.951.

German (Pape)

[Seite 148] nachher aufhören, ablassen, von Etwas, μεταλλήξαντι χόλοιο, Il. 9, 157. 261. 299, H. h. Cer. 340, überall in der epischen Form mit doppeltem λ., μεταλλήγεσκεν, Ap. Rh. 3, 951.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλήγω: Ἐπικ. μεταλλήγω, μέλλ. -ξω· ― ἀφίνω, λήγω, παύομαι ἀπό τινος, μετὰ γεν. μεταλλήξαντι (Ἐπικ. τύπ.) χόλοιο, «παυσαμένῳ τῆς ὀργῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 157, 261, 299· Ἐπικ. παρατ. μεταλλήγεσκεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 951.

French (Bailly abrégé)

mettre fin à, cesser, gén..
Étymologie: μετά, λήγω.

English (Autenrieth)

aor. opt. μεταλλήξειε, part. -λλήξαντι: cease from. (Il.)

Greek Monolingual

μεταλήγω, επικ. τ. μεταλλήγω (Α)
παύω, σταματώ, διακόπτω κάτι.

Greek Monotonic

μεταλήγω: Επικ. μεταλ-λήγω, μέλ. -ξω, αφήνω, παρατώ, σταματώ, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.