λιπαροκρήδεμνος

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπᾰροκρήδεμνος Medium diacritics: λιπαροκρήδεμνος Low diacritics: λιπαροκρήδεμνος Capitals: ΛΙΠΑΡΟΚΡΗΔΕΜΝΟΣ
Transliteration A: liparokrḗdemnos Transliteration B: liparokrēdemnos Transliteration C: liparokridemnos Beta Code: liparokrh/demnos

English (LSJ)

ον,

   A with bright headband, Il.18.382, h.Cer.25, 459, etc.

German (Pape)

[Seite 50] mit glänzender Hauptbinde: Χάρις, Il. 18, 382; θεαί, p. bei Ath. XV, 682 f; vgl. H. h. Cer. 25. 459; Orph. Arg. 623.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰροκρήδεμνος: -ον, ἔχων λαμπρὸν κρήδεμνον (κεφαλόδεσμον), Ἰλ. Σ. 382, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 25. 459, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux bandelettes brillantes.
Étymologie: λιπαρός, κρήδεμνον.

English (Autenrieth)

with shining head-band, Il. 18.382†.

Greek Monolingual

λιπαροκρήδεμνος, -ον (Α)
αυτός που φορά λαμπρό κεφαλόδεσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + κρήδεμνον.

Greek Monotonic

λῐπᾰροκρήδεμνος: -ον, αυτός που έχει λαμπρό κεφαλόδεσμο, σε Ομήρ. Ιλ.