ἀντιστράτηγος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
[ρᾰ], ὁ,
A enemy's general, Th.7.86, D.H.6.5, Plu. Sert.12. II at Rome, acting commander or governor, either pro consule, Plb.28.3.1, or pro praetore, D.C.41.43. 2 propraetor, i.e. governor of a province with rank of pro praetore, IG12(5).722 (Andros, ii B.C.). 3 lieutenant of a commander, Lat. legatus pro praetore, OGIiip.551 (Bargylia, ii B.C.), Plb.3.106.2, 15.4.4, Plu. Comp.Lys.Sull.4, etc.; in full, πρεσβευτὴς καὶ ἀ. J.AJ14.12.13; ἀντιταμίας καὶ ἀ. proquaestor pro praetore, OGI448 (i B.C.); πρεσβευτὴς Σεβαστοῦ ἀ., = Lat. legatus Augusti pro praetore, IGRom.3.186 (Ancyra, ii A.D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστράτηγος: ὁ, ὁ στρατηγὸς τοῦ ἐχθρικοῦ στρατεύματος, Θουκ. 7. 86, Διον. Ἁλ. 6. 5. ΙΙ. ὁ ὑποστράτηγος τοῦ ἐν Ρώμῃ στρατηγοῦ, ὁ Propraetor ἢ Legatus Praetoris, Πόπλιος δὲ ... καταλιπὼν Βαίβιον ἀντιστράτηγον αὐτὸς μέν, κτλ. Πολύβ. 15. 4, 1, καὶ συχνάκις ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ.· ὡσαύτως, ἀνθύπατος Pro-consul, Πολύβ. 28. 3, 1, πρβλ. 28. 5, 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 général de l’armée ennemie;
2 à Rome propréteur ; proconsul DION.C..
Étymologie: ἀντί, στρατηγός.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ I milit. general enemigo Th.7.86, D.H.6.5, Plu.Sert.12.
II 1procónsul Plb.3.106.2, cf. 28.3.1.
2 propretor προχειρισθέντες ἀντιστράτηγοι Plb.15.4.1, cf. IG 12(5).722.7 (Andros II a.C.), Mon.Anc.Gr.1.9, I.AI 15.407, App.BC 3.48, D.C.39.50.4, 41.43.3, IGLS 1804 (II d.C.), IGBulg.2.646 (Mesia III d.C.)
•πρεσβευτὴς καὶ ἀ. lat. legatus pro praetore de un legado de Pompeyo SEG 20.730 (Cirene I a.C.), πρεσβευτὴς Σεβαστοῦ καὶ ἀντιστράτηγος lat. legatus Augusti pro praetore, IGR 3.186 (Ancira II d.C.), cf. 1.573, I.AI 14.230, Plu.Comp.Lys.Sull.4, MAMA 5.60, CRIA 52, ταμίας καὶ ἀ. lat. quaestor pro praetore, ID 1603 (II a.C.), OGI 429, ἀντιταμίας (καὶ) ἀ. lat. proquaestor propraetore, IP 410 (I a.C.).
Greek Monolingual
ο (Α ἀντιστράτηγος)
νεοελλ.
ανώτατος αξιωματικός στον στρατό ξηράς, αμέσως ανώτερος από τον υποστράτηγο
αρχ.
1. ο στρατηγός του εχθρικού στρατεύματος
2. ο υποστράτηγος του στρατηγού στη Ρώμη.
Greek Monotonic
ἀντιστράτηγος: ὁ,
I. στρατηγός του εχθρικού στρατεύματος, σε Θουκ.
II. ο αντιστράτηγος ή ανθύπατος, σε Πολύβ.