ἀντιφίλησις
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
εως, ἡ,
A return of affection, Arist.EN1155b28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφίλησις: -εως, ἡ, τὸ ἀντιφιλεῖν, ἀνταπόδοσις φιλίας, ἐπὶ μὲν τῇ τῶν ἀψύχων φιλήσει οὐ λέγεται φιλία· οὐ γάρ ἐστιν ἀντιφίλησις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 2, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
affection en retour.
Étymologie: ἀντιφιλέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
devolución de cariño Arist.EN 1155b28.
Greek Monolingual
ἀντιφίλησις, η (Α)
ανταπόδοση αγάπης, στοργής.
Greek Monotonic
ἀντιφίλησις: -εως, ἡ, ανταπόδοση τρυφερότητας ή αφοσίωσης, σε Αριστ.