δειπνητήριον
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
τό,
A dining-room, Plu.Luc.41, Inscr. ap.PFay.p.33, J.BJ2.8.5.
German (Pape)
[Seite 540] τό, Speisesaal, Plut. Lucull. 41 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνητήριον: τό, αἴθουσα τοῦ δείπνου, Πλούτ. Λουκούλ. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 5168, Ἰώσηπ. Ι. ΙΙ. 2, 8, 5.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
salle à manger.
Étymologie: δειπνέω.
Spanish (DGE)
-ου, τό
comedor, sala de banquetesde una mansión privada, Plu.Luc.41, de una asociación δ. πρεσβυτέρων γερδίων IFayoum 122.1 (II d.C.), cf. PLips.30.8 (III d.C.)
•refectorio de un santuario, para uso de los peregrinos IFayoum 87.3 (I d.C.), Sch.Pi.O.10.57b, de la secta judía de los esenios, I.BI 2.130.
Greek Monolingual
δειπνητήριον, το (AM) δειπνητής
η αίθουσα του δείπνου.
Greek Monotonic
δειπνητήριον: τό (δειπνέω), αίθουσα του δείπνου, τραπεζαρία, σε Πλούτ.