λιθοφορέω
From LSJ
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
English (LSJ)
A carry stones, Th.6.98.
German (Pape)
[Seite 46] Steine tragen, Thuc. 6, 98.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοφορέω: φέρω λίθους, «κουβαλῶ», Θουκ. 6. 98.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
porter une pierre ou des pierres.
Étymologie: λιθοφόρος.
Greek Monotonic
λῐθοφορέω: μέλ. -ήσω, κουβαλάω πέτρες, σε Θουκ.