μητροπάτωρ

From LSJ
Revision as of 21:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροπάτωρ Medium diacritics: μητροπάτωρ Low diacritics: μητροπάτωρ Capitals: ΜΗΤΡΟΠΑΤΩΡ
Transliteration A: mētropátōr Transliteration B: mētropatōr Transliteration C: mitropator Beta Code: mhtropa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ,

   A mother's father, grandfather, Il. 11.224, Hdt.1.75, 3.51, etc.

German (Pape)

[Seite 180] ορος, ὁ, der Vater der Mutter, der Großvater mütterlicherseits; Il. 11, 224; Her. 3, 51. 6, 131 u. Sp., wie Luc. Somn. 7.

Greek (Liddell-Scott)

μητροπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ τῆς μητρὸς πατήρ, πάππος πρὸς μητρός, Ἰλ. Λ. 224, Ἡρόδ. 1. 75., 3. 51, κλ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
aïeul maternel.
Étymologie: μήτηρ, πατήρ.

English (Autenrieth)

mother's father, maternal grandfather, Il. 11.224†.

Greek Monolingual

μητροπάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
ο παππούς από την πλευρά της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. θεο-πάτωρ.

Greek Monotonic

μητροπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ο πατέρας της μητέρας κάποιου, ο παππούς από την πλευρά της μητέρας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.