εἱλίχατο
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
A v. ἑλίσσω. εἰλκτής· αἴτιος, Hsch. εἴλλω, εἵλλω, v. εἴλω.
German (Pape)
[Seite 729] ion. u. ep. 3. Pers. plur. plusqperf. zu ἑλίσσω.
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pqp. Pass. ion. de εἱλίσσω.
Spanish (DGE)
v. ἑλίσσω.
Greek Monotonic
εἱλίχᾰτο: Ιων. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του ἑλίσσω.