φιλόπατρις
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ, but acc.
A φιλόπατριν Plb.1.14.4, AP7.235 (Diod.Tars.), Plu.Cleom. 10, Luc.Peregr.15, etc.:—loving one's country, patriotic, Plb. l.c., AP l. c., Cic.Att.9.10.5, Plu.Fab.12, etc.; freq. as honorary title, SIG804.12 (Cos, i A. D.), etc.; φιλοπάτριδας (acc. pl.) καὶ φιλοπάτορας Sardis 7 (1).No.41*.10, etc.; τὸ φιλόπατρι, = φιλοπατρία, Plu.2.119c.
German (Pape)
[Seite 1283] ιδος, das Vaterland liebend; φιλόπατριν Pol. 1, 14, 4; Diod. ep. 11 (VII, 235); Cic. Att. 9, 10.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόπατρις: -ιδος, ὁ, ἡ, ἀλλὰ αἰτ. φῐλόπατριν Πολύβ. 1. 14, 4, Λουκ. Περεγρ. 15, κλπ.· ― ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ πατρίδα, Πολύβ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἀνθ. Παλ. 7. 235, Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 10, Πλούτ., κλπ. ― τὸ φιλόπατρι = φιλοπατρία, ὁ αὐτ. 2. 119C. Πρβλ. φιλόπολις. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 173.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
acc. ιν;
qui aime son pays ; τὸ φιλόπατρι l’amour de son pays.
Étymologie: φίλος, πατρίς.
Greek Monolingual
-ι, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά την πατρίδα του, πατριώτης
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπατρι
η φιλοπατρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πατρις (< πατρίς, -ίδος), πρβλ. φυγό-πατρις].
Greek Monotonic
φῐλόπατρις: -ιδος, ὁ, ἡ, αιτ. φιλόπατριν, αυτός που αγαπά την πατρίδα του, σε Πολύβ., Λουκ.