κουρίξ

From LSJ
Revision as of 21:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρίξ Medium diacritics: κουρίξ Low diacritics: κουρίξ Capitals: ΚΟΥΡΙΞ
Transliteration A: kouríx Transliteration B: kourix Transliteration C: kouriks Beta Code: kouri/c

English (LSJ)

Adv., (κουρά)

   A by the hair, ἔρυσάν τέ μιν εἴσω κουρίξ Od.22.188; κ. ἑλκομένη A.R.4.18.

Greek (Liddell-Scott)

κουρίξ: Ἐπίρρ. (κουρὰ) ἐκ τῆς κόμης, «κουρὶξ τῶν ἅπαξ εἰρημένων..., σημαίνει δὲ τὸ τῆς κόμης λαβέσθαι, ἔνιοι δέ, κουρικῶς, οἶον νεανικῶς» (Ἀπολλ. Λεξ.)˙ ἔρυσαν δέ μιν εἴσω κουρὶξ Ὀδ. Χ. 188˙ κ. ἕλκεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 18.

French (Bailly abrégé)

adv.
par les cheveux.
Étymologie: κουρά.

English (Autenrieth)

adv., by the hair, Od. 22.188†.

Greek Monolingual

κουρίξ (Α)
επίρρ.
1. από την κόμη, από τα μαλλιά («ἔρυσάν τέ μιν εἴσω κουρίξ», Ομ. Οδ.)
2. νεανικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά + επιρρμ. κατάλ. -ίξ (πρβλ. επιμ-ίξ)].

Greek Monotonic

κουρίξ: επίρρ. (κουρά), από τα μαλλιά, σε Ομήρ. Οδ.