ἀποτείχισμα

Revision as of 21:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A lines of blockade, Th.6.99, 7.79, X.HG1.3.7.

German (Pape)

[Seite 330] τό, Verschanzung, Thuc. 6, 99; Xen. Hell. 1, 3, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτείχισμα: -ατος, τό, τεῖχος οἰκοδομηθέν πρὸς ἀποκλεισμόν, Θουκ. 6. 99., 7.79, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 7.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
retranchement, ligne de défense.
Étymologie: ἀποτειχίζω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
muro de bloqueo Th.6.99, 7.79, X.HG 1.3.7, Sm.Ec.9.14.

Greek Monolingual

ἀποτείχιμα, το (Α)
τείχος για αποκλεισμό, περιτείχισμα.

Greek Monotonic

ἀποτείχισμα: -ατος, τό, οχύρωμα αποκλεισμού, γραμμή αποκλεισμού, σε Θουκ., Ξεν.