ἀπεριμέριμνος

From LSJ
Revision as of 21:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεριμέριμνος Medium diacritics: ἀπεριμέριμνος Low diacritics: απεριμέριμνος Capitals: ΑΠΕΡΙΜΕΡΙΜΝΟΣ
Transliteration A: aperimérimnos Transliteration B: aperimerimnos Transliteration C: aperimerimnos Beta Code: a)perime/rimnos

English (LSJ)

ον, in Adv.

   A -νως unthinkingly, Ar.Nu.136.

German (Pape)

[Seite 288] (μέριμνα), unbekümmert, unüberlegt, ἀπεριμερίμνως κόπτειν τὴν θύραν Ar. Nub. 137, auf eine Weise, die sich für den Denker nicht paßt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεριμέριμνος: -ον, ἀμέριμνοςἀπερίσκεπτος, Εὐστ. Πονημάτ. 248. 83: ― Ἐπίρρ. -νως, ἀμαθής γε νὴ Δί’, ὅστις οὑτωσί σφόδρα ἀπεριμερίμνως τὴν θύραν λελάκτικας, τόσον «ἀστόχαστα», τόσον «χωριάτικα», κατὰ δὲ τὸν σχολιαστ. «ἀμαθῶς, ἀπείρως, ἀνεπιστημόνως», Ἀριστοφ. Νεφέλ. 136.

Greek Monotonic

ἀπεριμέριμνος: -ον (μέριμνα), αυτός που δεν έχει ανειλημμένες φροντίδες, αμέριμνος, απερίσκεπτος· επίρρ. -νως, απερίσκεπτα, σε Αριστοφ.