ἐλαιοπώλης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ,
A oil-merchant, D.25.47, PHib.1.53.6 (iii B.C.), Lib.Or.58.
German (Pape)
[Seite 789] ὁ, Oelhändler, Dem. 25, 47.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἔλαιον, ἔμπορος ἐλαίου, λαδέμπορος, Δημ. 784. 18.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand d’huile.
Étymologie: ἔλαιον, πωλέω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Morfología: [jón. gen. -εω IEphesos 2.44 (IV a.C.)]
vendedor de aceite, aceitero, ISinope 28 (V/IV a.C.), D.25.47, IEphesos l.c., PHib.53.6 (III a.C.), PTeb.890.209, SB 7351.17 (ambos II a.C.), Poll.7.198, PFlor.333.6 (II d.C.), Klein.Türsteine 422 (Acmonia II/III d.C.), Aesop.Prou.5, Lib.Or.58.5, OWaqfa 27.3 (IV d.C.).
Greek Monolingual
ο (Α ἐλαιοπώλης)
αυτός που πουλά λάδι, ο λαδάς, ο λαδέμπορος.
Greek Monotonic
ἐλαιοπώλης: -ου, ὁ (πωλέομαι), αυτός που πουλά λάδι, λαδέμπορος, σε Δημ.