ἀπροαίρετος

From LSJ
Revision as of 21:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροαίρετος Medium diacritics: ἀπροαίρετος Low diacritics: απροαίρετος Capitals: ΑΠΡΟΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: aproaíretos Transliteration B: aproairetos Transliteration C: aproairetos Beta Code: a)proai/retos

English (LSJ)

ον,

   A without set purpose, not deliberate, of actions, Arist.EN1135b10, Arr.Epict.2.16.1, Plot.1.2.5, etc. Adv. -τως Hp.Prog.2, Arist. EN1106a3, Phld. Ir.p.93 W., etc.    2 of things, incapable of choice or purpose, Hermog. Id.2.4; not under the control of will, Phld.D.3Fr.75, M.Ant.6.41,al.

German (Pape)

[Seite 338] unvorsätzlich, unüberlegt; Arist. Eth. 5, 8 stellt es mit dem Folgdn zusammen; was außer des Menschen Willen, nicht in seiner Macht liegt, Epict.; Plut.; – adv., Arist. eth. 2, 5; D. L. 2, 87.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροαίρετος: -ον, ὁ ἄνευ ὡρισμένου σκοποῦ, ὁ μὴ ἐσκεμμένος, ὁ μὴ βεβουλευμένος, ἐπὶ πράξεων, ἀπροαίρετα δὲ ὅσα ἀπροβούλευτα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 8, 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 5, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se fait sans choix préalable, non délibéré.
Étymologie: ἀ, προαιρέω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1involuntario, no hecho a propósito de acciones, Arist.EN 1135b10
instintivo (ἐνέργεια) τῆς κύστεως Gal.8.9.
2 subst. de cosas τὸ ἀπροαίρετον lo que no está bajo el control de la voluntad, lo imprevisto Hermog.Id.2.4 (p.333), cf. Phld.D.3 fr.75, M.Ant.6.41
de la pers. humana albedrío Arr.Epict.2.16.1
impulso espontáneo ἄλλου εἶναι τὸ ἀπροαίρετον Plot.1.2.5, cf. Porph.Sent.32, Marin.Procl.20.
II adv. -ως involuntariamente, sin lugar a elección φοβεῖσθαι ἀ. Arist.EN 1106a3, τοῖς ἀ. τι παρασκευάζουσι Phld.Ir.46.33, γίγνεσθαι ἀ. Placit.5.29.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπροαίρετος, -ον)
ακούσιος, αθέλητος
αρχ.
αυτός που δεν έχει τη δύναμη να επιλέξει το σωστό.

Greek Monotonic

ἀπροαίρετος: -ον, αυτός που δεν έχει προκαθορισμένο σκοπό, όχι εσκεμμένος, χωρίς πρόθεση, λέγεται για πράξεις, σε Αριστ.