ἀρεσκόντως

From LSJ
Revision as of 21:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρεσκόντως Medium diacritics: ἀρεσκόντως Low diacritics: αρεσκόντως Capitals: ΑΡΕΣΚΟΝΤΩΣ
Transliteration A: areskóntōs Transliteration B: areskontōs Transliteration C: areskontos Beta Code: a)resko/ntws

English (LSJ)

(ἀρέσκω)

   A agreeably, ἀ. ἔχειν E.IT463 (lyr.), 581; ῥηθῆναι Pl.R.504b, X.Oec.11.19.

German (Pape)

[Seite 348] gefällig; genug, Eur. I. T. 463; Plat. Rep. VI, 304 b; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρεσκόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ ἀρέσκω, κατὰ τρόπον ἀρεστόν, Εὐρ. Ι. Τ. 463, 581, Πλάτ. Πολ. 504Β.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière agréable à, τινι.
Étymologie: ἀρέσκω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
adv. de forma agradable, agradablemente c. dat. σοι ... ἀ. ... τελεῖ E.IT 463, πᾶσι ... ἀ. ἔχει E.IT 581, ὑμῖν ἀ. ῥηθῆναι Pl.R.504b, ἀ. ... μοι ... ποιεῖν X.Oec.11.19.

Greek Monolingual

(AM ἀρεσκόντως) επίρρ. αρέσκω
προσφυώς, με τρόπο που ν' αρέσει.

Greek Monotonic

ἀρεσκόντως: επίρρ. από μτχ. Ενεργ. ενεστ. του ἀρέσκω, με τρόπο αρεστό, κατά τρόπο ώστε να ικανοποιεί τις προτιμήσεις κάποιου, σε Ευρ., Πλάτ.