ἄσταχυς

From LSJ
Revision as of 21:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστᾰχυς Medium diacritics: ἄσταχυς Low diacritics: άσταχυς Capitals: ΑΣΤΑΧΥΣ
Transliteration A: ástachys Transliteration B: astachys Transliteration C: astachys Beta Code: a)/staxus

English (LSJ)

υος, ὁ, (στάχυς with prothetic α):—

   A ear of corn, Il.2.148, Hdt.5.92.ζ, Call.Cer.20, etc.: metaph., βοστρύχων ἀστάχυες Philostr. Im.1.7, cf. Luc.Charid.3.    II bandage, Gal.18(1).813.

German (Pape)

[Seite 374] υος, ὁ, = στάχυς, mit euphon. α, Kornähre, Hom. Il. 2, 148 u. Sp. D.; Her. 5, 92; Plut.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ) :
épi de blé.
Étymologie: ἀ- prosth., στάχυς.

English (Autenrieth)

υος: ear of grain, pl., Il. 2.148†.

Spanish (DGE)

v. σταχύς.

Greek Monolingual

ἄσταχυς, ο (Α)
1. το στάχι
2. είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (προθεματικό) + στάχυς, ενώ κατ' άλλη άποψη, το α- πιθ. να προήλθε με αποκοπή της προθέσεως ανά].

Greek Monotonic

ἄστᾰχυς: -υος, ὁ (α ευφωνικό, σταχύς), στάχυ από σιτηρά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.