αὐτοσφαγής

From LSJ
Revision as of 21:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοσφᾰγής Medium diacritics: αὐτοσφαγής Low diacritics: αυτοσφαγής Capitals: ΑΥΤΟΣΦΑΓΗΣ
Transliteration A: autosphagḗs Transliteration B: autosphagēs Transliteration C: aftosfagis Beta Code: au)tosfagh/s

English (LSJ)

ές,

   A slain by oneself or by kinsmen, both in S.Aj.841 (prob. spurious), cf. E.Ph.1316.

German (Pape)

[Seite 402] ές, Soph. Ai. 828 ὥσπερ εἰσορῶσ' ἐμὲ αὐτοσφαγῆ πίπτοντα (durch eigene Hand getödtet: so auch Eur. Phoen. 1326), τὼς αὐτοσφαγεῖς πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο, durch den Zusatz erkl., durch Blutsverwandte getödtet.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσφᾰγής: -ές, ὁ ὑφ’ ἑαυτοῦ ἤ ὑπὸ τῶν ἑαυτοῦ συγγενῶν σφαγεῖς· ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι ὑπάρχουσιν ἐν Σοφ. Αἴ. 841· αὐτοσφαγῆ πίπτοντα, τὼς αὐτοσφαγεῖς πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο· κατὰ τὸν Σχολ. οἱ στίχοι οὗτοι ἐθεωροῦντο νόθοι· ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1316.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s’égorge lui-même, qui meurt égorgé par un des siens.
Étymologie: αὐτός, σφάζω.

Spanish (DGE)

(αὐτοσφᾰγής) -ές
1 que se da la muerte, suicida S.Ai.841, E.Ph.1316.
2 que recibe la muerte de manos de uno de su familia αὐτοσφαγεῖς πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο ¡ojalá perezcan asesinados a manos de sus más queridos allegados! S.Ai.841 (bis).

Greek Monolingual

αὐτοσφαγής, -ές (Α)
αυτός που σφάχτηκε μόνος του ή τον έσφαξαν οι συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -σφαγής < σφάζω > (πρβλ. νεοσφαγής)].

Greek Monotonic

αὐτοσφᾰγής: -ές (σφάζω), αυτός που σφαγιάζεται από τον εαυτό του ή από συγγενείς του, σε Σοφ., Ευρ.