ἀωρόνυκτος

From LSJ
Revision as of 21:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀωρόνυκτος Medium diacritics: ἀωρόνυκτος Low diacritics: αωρόνυκτος Capitals: ΑΩΡΟΝΥΚΤΟΣ
Transliteration A: aōrónyktos Transliteration B: aōronyktos Transliteration C: aoronyktos Beta Code: a)wro/nuktos

English (LSJ)

ον,

   A at midnight, ἀ. ἀμβόαμα ἔλακε A.Ch.34 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀωρόνυκτος: -ον, (νὺξ) μεσονύκτιος, ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα, Λατ. intempesta nocte, Αἰσχύλ. Xο. 34· πρβλ. ἀωρί.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se fait à une heure indue de la nuit.
Étymologie: ἄωρος, νύξ.

Spanish (DGE)

-ον
que sucede a altas horas de la noche ἀωρόνυκτα ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε A.Ch.34.

Greek Monolingual

ἀωρόνυκτος, -ον (Α)
1. ο μεσονύχτιος (φρ., «ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα ἔλακε» — έσκουξε τα μεσάνυχτα, Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ἀωρόνυκτος: -ον (νύξ), μεσονύκτιος, σε Αισχύλ.