βουθερής

From LSJ
Revision as of 21:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουθερής Medium diacritics: βουθερής Low diacritics: βουθερής Capitals: ΒΟΥΘΕΡΗΣ
Transliteration A: boutherḗs Transliteration B: boutherēs Transliteration C: voutheris Beta Code: bouqerh/s

English (LSJ)

ές,

   A affording summer-pasture, λειμών S.Tr.188.

German (Pape)

[Seite 456] ές, Rinder sömmernd, weidend, λειμών Soph. Tr. 188.

Greek (Liddell-Scott)

βουθερής: -ές, ὁ παρέχων βοσκὴν θερινήν, λειμὼν Σοφ. Τρ. 188.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
où paissent les bœufs durant l’été, ou simpl. où paissent les bœufs, qui nourrit les bœufs.
Étymologie: βοῦς, θέρος.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): βούθοροι Hsch.
que proporciona pasto para los bueyes en verano λειμών S.Tr.188, cf. βουθερεῖ, βούθοροι Hsch.

Greek Monolingual

βουθερής, -ές (Α)
(λειμών) αυτός που έχει θερινή βοσκή για τα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -θερής < θέρος.

Greek Monotonic

βουθερής: -ές (θέρος), αυτός που παρέχει θερινή βοσκή, σε Σοφ.