γέντο
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
A he grasped, = ἔλαβεν, 3sg. of Verb found only in this form, Il.8.43, al. (Cf. ἀπόγεμε· ἄφελκε, and ὕγγεμος· συλλαβή (Cypr.), Hsch.) II shortd. form for ἐγένετο, v. γίγνομαι.
German (Pape)
[Seite 484] er faßte, dor. oder äol. aus ἕλετο, ἕλτο gebildet, vgl. κέλετο κέντο, Alcman bei Eustath. Iliad. 9, 363 p. 756, 32 ἕλετο ἕντο, καὶ Δωρικῶς γέντο, κέλετο κέντο παρὰ Ἀλκμᾶνι (Bergk L. G. ed. 2 p. 659). Hom. hat γέντο fünfmal, γέντο δ' ἱμάσθλην Versende Iliad. 8, 43. 13, 25; γέντο δὲ δοῦρε Versende, Iliad. 13, 241; γέντο δὲ χειρί
Greek (Liddell-Scott)
γέντο: ἥρπασεν, = ἔλαβεν, γ΄ ἑνικ. παλαιοῦ τινος ῥήματος εὑρισκόμενον μόνον ἐν τούτῳ τῷ τύπῳ, Ἰλ. Θ. 43, Ν. 25, 241, κτλ.·- λέγεται δὲ ὅτι εἶναι Αἰολ. ἀντὶ τοῦ ἕλετο, ὡς κέντο ἀντὶ κέλετο, ἦνθον ἀντὶ ἦλθον, κατ’ ἄλλους ἐκ τῆς ῥίζης γεμ (γέμω). ΙΙ. συγκεκομμ. ἀντὶ ἐγένετο, ἴδε ἐν λ. γίγνομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao. d’un verbe inus.
il prit, il saisit, acc..
Étymologie: pê éol. p. *Ϝέλετο, ἕλετο, 3ᵉ sg. ao.2 Moy. de αἱρέω.
23ᵉ sg. poét. (par sync. p. ἐγένετο) ao.2 de γίγνομαι.
English (Autenrieth)
defective aor. 3 sing: grasped. (Il.)
Spanish (DGE)
• Morfología: [forma única de aor. 3 pers. sg.]
cogió, agarró γ. δ' ἱμάσθλην χρυσείην εὔτυκτον Il.8.43, cf. Call.Cer.43, Fr.355.
• Etimología: Quizá rel. γέμω q.u.
v. γίγνομαι.
Greek Monotonic
γέντο:I. έσφιξε γερά, γράπωσε = ἔλαβεν· βρίσκεται μόνο σε αυτόν τον τύπο, σε Ομήρ. Ιλ.· παραδίδεται ως Αιολ. αντί ἕλετο (Ϝέλετο), όπως το ἦνθον αντί ἦλθον.
II. συγκεκ. αντί ἐγένετο, βλ. γίγνομαι.