γύψ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
γῡπός, ὁ (ἡ only as v.l. in Porph. ap. Eus.PE3.12), Ep. dat.
A γύπεσσι Il.11.162:—vulture, prob. including several species, 22.42, E.Tr.599, Arist.HA563a5, etc.
German (Pape)
[Seite 512] γυπός, ὁ, Geier, entstanden aus γύοψ, eigentlich = mit gebogenem Antlitz, krummschnabelig, verwandt γύης, γύαλον, γυῖον, vgl. γυρός; Hom. γῦπες Iliad. 4, 237. 16, 836. 18, 271. 22, 42 Odyss. 22, 30; γὐπεσσιν Iliad. 11, 162; γῦπε Odyss. 11, 578; – γύψ Aristoph. Av. 1181, γῦπας 891; – Aristot. Aelian. Plutarch. u. a.
Greek (Liddell-Scott)
γύψ: γῡπός, ὁ, ἁρπακτικόν τι ὅμοιον ἀετῷ, Ἰλ. Χ. 42, κ. ἀλλ.· πιθ. περιλαμβάνον διάφορα εἴδη, τὸν κοινὸν γῦπα (cinereus), τὸν γρυποειδῆ γῦπα (fulvus), καὶ ἴσως τὸν Αἰγύπτιον γῦπα (Neophron percnopterus)· πρβλ. αἰγυπιός, περκνόπτερος.
French (Bailly abrégé)
γυπός (ὁ) :
vautour, oiseau.
Étymologie: DELG rapproche de γύαλον « recourbé », pê à cause de la forme du bec ou des serres.
English (Autenrieth)
du. γῦπε, pl. nom. γῦπες, dat. γύπεσσι: vulture.
Spanish (DGE)
γῡπός, ὁ, ἡ
• Morfología: [plu. gen. γυπάων Opp.C.4.392; dat. γύπεσσι Il.11.162]
orn. buitre, Il.4.237, l.c., 16.836, 22.42, Od.11.578, 22.30, Hp.Nat.Mul.42 (cód.), E.Andr.75, Tr.600, Rh.515, Ar.Au.891, 1181, Arist.HA 563a5, Nic.Th.406, Opp.l.c., Plb.7.15.8, Plu.2.87c, 829a, LXX De.14.13, Ib.39.27, Corn.ND 21, Paus.10.28.7, Artem.1.8, Ael.NA 2.42, D.P.Au.1.5, Porph.Fig.10, Horap.1.11, Alciphr.3.23.4, como ave carroñera γῦπες ἔμψυχοι τάφοι buitres, sepulcros vivos Gorg.B 5a, prov. γυπὸς σκιά de pers. envidiosas, Hsch., Sud., θᾶττον ἂν γὺψ ἀηδόνα μιμήσαιτο de cosas imposibles, Luc.Pisc.37.
• Etimología: Quizá rel. c. γύπη, o c. γυ- de γύαλον. Dud.
Greek Monotonic
γύψ: γῡπός, ὁ, γύπας, αρπακτικό όρνιο που ομοιάζει με τον αετό, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. αἰγύπιος.