δήκτης

From LSJ
Revision as of 22:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήκτης Medium diacritics: δήκτης Low diacritics: δήκτης Capitals: ΔΗΚΤΗΣ
Transliteration A: dḗktēs Transliteration B: dēktēs Transliteration C: diktis Beta Code: dh/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A biter, E.Fr.555: metaph. as Adj., δ. λόγος Plu.2.55b: with neut. Subst., δήκτᾳ στόματι APl.4.266.7.

German (Pape)

[Seite 559] ὁ, beißend, verletzend; στόμα Ep. ad. 273 (Plan. 266); λόγος Plut. ad. et am. discr. 16.

Greek (Liddell-Scott)

δήκτης: -ου, ὁ, (δάκνω) ὁ δάκνων, Ποιητὴς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 106· δ. λόγος Πλούτ. 2. 55Β· ― μετ’ οὐδετ. οὐσιαστ., δήκτᾳ στόματι Ἀνθ. Πλαν. 4. 266.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui mord, mordant.
Étymologie: δάκνω.

Spanish (DGE)

-ου
1 que muerde, mordedor, hiriente οὐ δῆκταί πως κύνες εἰσὶ θεοί E.Fr.555 (= Call.SHell.239.5), πέλεκυς Call.SHell.276.5, de caballos πονηροὶ καὶ δῆκται Hippiatr.115.2, cf. 104.3.
2 fig. mordaz, mordiente λόγος Plu.2.55b, στόμα (Μώμου) AP 16.266.

Greek Monolingual

ο (AM δήκτης) δάκνω
αυτός που δαγκώνει, ο δηκτικός.

Greek Monotonic

δήκτης: -ου, ὁ (δάκνω), αυτός που δαγκώνει, που τσιμπά, σε Ανθ.