διαζεύγνυμαι

From LSJ
Revision as of 22:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source

Greek (Liddell-Scott)

διαζεύγνῠμαι: παθ., διαχωρίζομαι, διαλύομαι, ἀποχωρίζομαι, τινος, ἀπό τινος, Αἰσχίν. 52. 13· ἀπό τινος Ξεν. Ἀν. 4. 2, 10· -ἀπόλ., Ἀριστ. Πολ. 3. 3, 3, κτλ.· λαμβάνω διαζύγιον, χωρίζομαι ἀπὸ τῆς γυναικὸς ἢ τοῦ ἀνδρός, Πλάτ. Νόμ. 784Β (πρβλ. διάζευξις 3)· διεζευγμένον, διεζευγμένος λόγοςδιαζευκτικός, Σέξτ. Ἐμπ. Ὑπ. 2. 191, Διογ. Λ. 7. 69. 2) τὸ διεζ. σύστημα, σύστημα μουσικῆς, καθ’ ὃ δύο τετράχορδα οὕτω συνεδυάζοντο πρὸς ἄλληλα, ὥστε ὁ πρῶτος φθόγγος τοῦ ἑνὸς ἦτο κατὰ ἕνα τόνον βαρύτερος ἀπὸ τοῦ τελευταίου φθόγγου τοῦ ἑτέρου, ἐν ᾧ ἐν τῷ συνημμένῳ συστήματι ὁ ἔσχατος φθόγγος τοῦ ἑνὸς τετραχόρδου ἐχρησίμευεν ὡς ὁ πρῶτος φθόγγος τοῦ ἑτέρου (πρβλ. διάζευξις 2), Εὐκλείδ. Ἁρμον. σ. 12 Meibom.· ὡσαύτως, τὸ σύστημα τὸ κατὰ διάζευξιν αὐτόθι σ. 18, κτλ.· τετράχορδον διεζευγμένον Πλούτ. 2. 1029Α, 1038Ε· ἴδε Λεξικὸν Ἀρχαιοτήτων σ. 775.

Greek Monotonic

διαζεύγνῠμαι: αόρ. αʹ -εζεύχθην — Παθ., αποχωρίζομαι, διαχωρίζομαι, χωρίζω, παίρνω διαζύγιο, τινος, από κάποιον, σε Αισχίν.· ἀπό τινος, σε Ξεν.