διαζεύγνυμαι
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Greek (Liddell-Scott)
διαζεύγνῠμαι: παθ., διαχωρίζομαι, διαλύομαι, ἀποχωρίζομαι, τινος, ἀπό τινος, Αἰσχίν. 52. 13· ἀπό τινος Ξεν. Ἀν. 4. 2, 10· -ἀπόλ., Ἀριστ. Πολ. 3. 3, 3, κτλ.· λαμβάνω διαζύγιον, χωρίζομαι ἀπὸ τῆς γυναικὸς ἢ τοῦ ἀνδρός, Πλάτ. Νόμ. 784Β (πρβλ. διάζευξις 3)· διεζευγμένον, διεζευγμένος λόγος ἢ διαζευκτικός, Σέξτ. Ἐμπ. Ὑπ. 2. 191, Διογ. Λ. 7. 69. 2) τὸ διεζ. σύστημα, σύστημα μουσικῆς, καθ’ ὃ δύο τετράχορδα οὕτω συνεδυάζοντο πρὸς ἄλληλα, ὥστε ὁ πρῶτος φθόγγος τοῦ ἑνὸς ἦτο κατὰ ἕνα τόνον βαρύτερος ἀπὸ τοῦ τελευταίου φθόγγου τοῦ ἑτέρου, ἐν ᾧ ἐν τῷ συνημμένῳ συστήματι ὁ ἔσχατος φθόγγος τοῦ ἑνὸς τετραχόρδου ἐχρησίμευεν ὡς ὁ πρῶτος φθόγγος τοῦ ἑτέρου (πρβλ. διάζευξις 2), Εὐκλείδ. Ἁρμον. σ. 12 Meibom.· ὡσαύτως, τὸ σύστημα τὸ κατὰ διάζευξιν αὐτόθι σ. 18, κτλ.· τετράχορδον διεζευγμένον Πλούτ. 2. 1029Α, 1038Ε· ἴδε Λεξικὸν Ἀρχαιοτήτων σ. 775.
Greek Monotonic
διαζεύγνῠμαι: αόρ. αʹ -εζεύχθην — Παθ., αποχωρίζομαι, διαχωρίζομαι, χωρίζω, παίρνω διαζύγιο, τινος, από κάποιον, σε Αισχίν.· ἀπό τινος, σε Ξεν.
Middle Liddell
aor1 -εζεύχθην
Pass. to be disjoined, separated, parted, τινος from one, Aeschin.; ἀπό τινος Xen.